- πολυαρχικός
- -ή, -ό, Ν [πολυαρχία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυαρχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυαρχικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πολυαρχία: Πολυαρχική διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)